- ξεβγαλτής
- και ξεβγαρτής, ο [ξεβγάλλω]αυτός που συνοδεύει κάποιον προκειμένου να περάσουν μέρος όπου κατοικούν εχθροί τού τελευταίου, ο συνεβγάλτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεβγάζω — και ξεβγάνω (Μ ξεβγάζω και ξεβγάνω) παρασύρω κάποιον στη διαφθορά, αποπλανώ νεοελλ. κάνω το τελευταίο πλύσιμο στα ρούχα προκειμένου να απαλλαγούν από κάθε ίχνος σαπουνιού, ξεπλένω 2. απαλλάσσομαι από κάτι («θα τού κάνω το τραπέζι για να ξεβγάλω… … Dictionary of Greek
συνεβγαλτής — ο, Ν [συνεβγάζω] ξεβγάλτης … Dictionary of Greek